-
1 Wine
subs.P. and V. οἶνος, ὁ, V. βάκχος, ὁ, βάκχιος, ὁ, μέθυ, τό.Wine cups: V. οἰνηρὰ τεύχη, τά.Foam of wine: V. οἰνωπὸς ἄχνη, ἡ.Drunk with wine: use V. οἰνωθείς, ᾠνωμένος, κάτοινος; see Drunk.Flushed with wine, adj.: V. οἰνωπός.Rich in wine: P. πολύοινος.Rich in grapes: V. εὔβοτρυς, πολύβοτρυςAbstaining from wine: P. and V. ἄοινος (Plat.).Abstain from wine, v.: P. and V. νήφειν.Peace offerings without wine: V. νηφάλια μειλίγματα (Æsch., Eum. 107).Make wine from sharp unripe grapes: V. τεύχειν ἀπʼ ὄμφακος πικρᾶς οἶνον (Æsch., Ag. 970).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wine
См. также в других словарях:
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek